γενναιόψυχος

γενναιόψυχος
-η, -ο (Μ γενναιόψυχος, -ον)
αυτός που έχει ευγενική ψυχή, ο ανώτερος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + -ψυχος < ψυχή (πρβλ. άψυχος, έμψυχος, εύψυχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γενναιόψυχος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει γενναία ψυχή, ο γενναιόκαρδος, ο παλικαρίσιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλκίφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πρόξενος των Σπαρτιατών στο Άργος το 418 π.Χ. Έπεισε τον Άγη, βασιλιά της Σπάρτης, να δεχτεί τετράμηνη ανακωχή με τους Αργείους. Την ανακωχή όμως την παραβίασαν σύντομα οι Αργείοι. 2. Αθηναίος ρήτορας (3ος ή 2ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… …   Dictionary of Greek

  • γενναιοψυχία — η γενναιότητα, θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενναιόψυχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • ελευθερόψυχος — ἐλευθερόψυχος, ον (Μ) 1. γενναιόψυχος 2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης …   Dictionary of Greek

  • ευτλήμων — εὐτλήμων και δωρ. τ. εὐτλάμων, ον (Α) υπομονητικός, καρτερικός, ανθεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τλήμων «υπομονητικός, γενναιόψυχος»] …   Dictionary of Greek

  • εύψυχος — (I) η, ο (ΑΜ εὔψυχος, ον) γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον η ευψυχία, η γενναιοψυχία. επίρρ... εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα) με τόλμη, με θάρρος αρχ. με… …   Dictionary of Greek

  • θρασύθυμος — θρασύθυμος, ον (Α) αυτός που έχει τολμηρή ψυχή, ο γενναιόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + θυμος (< θυμός «ψυχή»), πρβλ. μεγά θυμος, οξύ θυμος] …   Dictionary of Greek

  • θρασύφρων — θρασύφρων, ον (Α) αυτός που έχει τολμηρό φρόνημα, ο γενναιόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + φρων (< φρην, ενός), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] …   Dictionary of Greek

  • ισχυρόψυχος — ἰσχυρόψυχος, ον (Α) αυτός που έχει γενναία ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”